- σκλάβα
- [склава] ουσ. Θ. раба, рабыня, пленница,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Giorgos Mouzakis — Giorgos Muzakis (Greek: Γιώργος Μουζάκης, Athens, 15 August 1922 27 August 2005) was a prominent Greek composer and musician of light popular music. Career Born in Metaxourgeio, Mouzakis performed first as a trumpeter in 1938, recording his first … Wikipedia
Ιλιάδα — Επικό ποίημα του Ομήρου. Η Ι. αναπτύσσεται σε 24 ραψωδίες, που περιλαμβάνουν παραπάνω από 15.000 στίχους. Το χρησιμοποιούμενο μέτρο είναι το δακτυλικό εξάμετρο. Η Ι. πλέκεται γύρω από ένα επεισόδιο του Τρωικού πολέμου και διαρκεί 52 ημέρες·… … Dictionary of Greek
αγκίλλα — ἀγκίλλα, η (Μ) δούλα, σκλάβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ancilla] … Dictionary of Greek
δουλίς — δουλίς, η (AM) δούλα, σκλάβα μσν. υπηρέτρια … Dictionary of Greek
δούλος — η και α, ο (AM δοῡλος, η, ον) (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) αυτός που στερείται την προσωπική του ελευθερία από αιχμαλωσία, αγορά ή κληρονομιά και αποτελεί ιδιοκτησία άλλου μσν. νεοελλ. 1. υπηρέτης, διάκονος, υποτακτικός 2. «δοῡλος τοῡ θεοῡ»… … Dictionary of Greek
λαέρτης — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Ιθάκης, πατέρας του Οδυσσέα, γιος του Αρκεισίου και της Χαλκομέδουσας. Γυναίκα του ήταν η Αντίκλεια, κόρη του Αυτολύκου, η οποία, σύμφωνα με κάποια νεότερη παράδοση, ενώ ήταν ακόμα αρραβωνιασμένη με τον Λ.,… … Dictionary of Greek
παιδίσκη — η (ΑΜ παιδίσκη) 1. νεαρή κόρη, κοράσιο, κορίτσι, παιδούλα 2. υπηρέτρια («τύπτειν τοὺς παῑδας καὶ τὰς παιδίσκας», ΚΔ) αρχ. 1. νεαρή δούλη, σκλάβα («ἐκεῑθεν δὲ παιδίσκην ἀστῆς ἐξαγαγὼν ἁλίσκεται», Λυσ.) 2. πόρνη («αἱ δημόσιαι παιδίσκαι», Αθήν) 3.… … Dictionary of Greek
ροδάνθη — Βυζαντινό έμμετρο μυθιστόρημα, που γράφτηκε από τον Θεόδωρο Πρόδρομο ή Πτωχοπρόδρομο και ο πραγματικός τίτλος του είναι Τα κατά Ροδάνθην και Δοσικλέα. Αποτελείται από 4.614 τρίμετρα και διαιρείται σε εννέα βιβλία. Το μυθιστόρημα αναφέρεται σε δυο … Dictionary of Greek
Αλή Μπαμπάς — ήρωας του παραμυθιού Ο Α. Μ. και οι σαράντα κλέφτες της συλλογής Χίλιες και μία νύχτες. Χάρη στη σκλάβα του, Μοργκάνα, κατάφερε να σκοτώσει τους σαράντα ληστές και να πάρει έτσι τον αμύθητο θησαυρό τους, που φύλαγαν σε ένα σπήλαιο με μαγική… … Dictionary of Greek